- φώνασμα
- το, Ν [φωνάζω]φώναγμα, κλήση, ιδίως μεγαλόφωνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φώναγμα — το, ατος και φώνασμα, το ατος 1. κραυγή, κράξιμο, κραξιά, ξεφωνητό, αναφώνηση: Μάλωναν γυναίκες κι ακούγονταν φωνάγματα. 2. κλήση, κάλεσμα, καλεσμός: Μ ένα φώναγμα θα έρθει εδώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)